- ζωητός
- ζωητός, ή, όν,A capable of being vitalized, Dam.Pr.83 bis.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωητός — ζωητός, ή, όν (Μ) αυτός που μπορεί να λάβει ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή, κατά τα ρηματικά επίθ. σε τός] … Dictionary of Greek
ζωητόν — ζωητός capable of being vitalized masc acc sg ζωητός capable of being vitalized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακοζώητος — η, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια, σαν τον κόρακα, μακρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + ζώητος (< ζω), πρβλ. καλο ζώητος, πολυ ζώητος] … Dictionary of Greek
ευζώητος — εὐζώητος, ον (Μ) καλοζωισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωητός (< ζωή)] … Dictionary of Greek
πολυζώητος — η, ο / πολυζώητος, ον, ΝΜ 1. μακρόβιος, πολύζωος 2. πολύ ηλικιωμένος, πολυετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζῶ (πρβλ. κακο ζώητος)] … Dictionary of Greek